оперативный - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

оперативный - translation to Αγγλικά


оперативный         
adj.
operating, operative, operational
оперативный         

• Means for providing for the safe and expeditious movement of aircraft ...

operative delivery      

медицина

оперативные роды

оперативное родоразрешение

Ορισμός

ОПЕРАТИВНЫЙ
I
1. см. ОПЕРАЦИЯ
II.
2. способный быстро вовремя исправить или направить ход дел.
Оперативное руководство.
3. непосредственно практически осуществляющий что-нибудь.
О. штаб. Оперативная работа (в милиции).
II

Βικιπαίδεια

Оперативный
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για оперативный
1. Инструкторы - действующий оперативный состав службы.
2. Там предполагалось провести оперативный эксперимент.
3. Опытный оперативный сотрудник - штучный специалист.
4. Оперативный информационный комплекс - новейшая разработка.
5. Необходимо наладить оперативный обмен информацией.
Μετάφραση του &#39оперативный&#39 σε Αγγλικά